ᾄδεται

ᾄδεται
ἀείδω
il.Parv..
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ᾅδεται — ᾄδεται , ἀείδω il.Parv.. pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίπαις — δίπαις, ο, η (Α) 1. αυτός που έχει δύο παιδιά 2. «δίπαις θρήνος» θρήνος που άδεται από τα δύο παιδιά τού νεκρού …   Dictionary of Greek

  • επινίκιος — α, ο (AM ἐπινίκιος, ον) [νίκη] 1. αυτός που άδεται ή τελείται για να γιορταστεί η νίκη («επινίκιος ύμνος», «ἐπινίκιος πομπή», «επινίκιο άσμα») 2. φρ. «ἐπινίκιος Ὕμνος» ο ὕμνος «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ...» στην αγία αναφορά τής Θείας… …   Dictionary of Greek

  • επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα …   Dictionary of Greek

  • οξύτονος — η, ο (ΑΜ ὀξύτονος, ον) 1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.) 2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία αρχ. 1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο 2. το ουδ. ως ουσ. τό ὀξύτονον (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.… …   Dictionary of Greek

  • παναοίδιμος — παναοίδιμος, ον (ΑΜ) αυτός που άδεται, που επαινείται από όλους, περιφημότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀοίδιμος] …   Dictionary of Greek

  • παραβώμιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κοντά στον βωμό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραβώμιον ύμνος που άδεται κοντά στον βωμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βωμός + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

  • παριαμβίς — ίδος, ἡ, Α μέλος που άδεται με τη συνοδεία κιθάρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρίαμβος + επίθημα ίς] …   Dictionary of Greek

  • πολύχορδος — η, ο / πολύχορδος, ον, ΝΑ (για μουσ. όργανο) αυτός που έχει πολλές χορδές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύχορδο ηχόμετρο στο οποίο εκτείνονται πολλές χορδές αρχ. 1. (σχετικά με αυλό) αυτός που παράγει, που εκπέμπει πολλές φωνές 2. (σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • προκώμιον — τὸ, Α (ποιητ. τ.) προοιμιακό άσμα που άδεται πριν από ύμνο («Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κῶμος «ωδή» + επίθημα ιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”